- κοπανατζής
- οθηλ. -ού αυτός που βρίσκει τον τρόπο να αποφεύγει την εργασία που του αναθέτουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπανατζής — ο, θηλ. κοπανατζού αυτός που φεύγει κρυφά ή απουσιάζει αδικαιολόγητα από κάπου, αυτός που τό σκάζει από κάπου, που «τήν κάνει κοπάνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπάνα + κατάλ. τζής (πρβλ. πατωμα τζής)] … Dictionary of Greek